μηνύσει

μηνύσει
μήνυσις
laying of information
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
μηνύσεϊ , μήνυσις
laying of information
fem dat sg (epic)
μήνυσις
laying of information
fem dat sg (attic ionic)
μηνύ̱σει , μηνύω
disclose what is secret
aor subj act 3rd sg (epic)
μηνύ̱σει , μηνύω
disclose what is secret
fut ind mid 2nd sg
μηνύ̱σει , μηνύω
disclose what is secret
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανθαλίσκομαι — ἀνθαλίσκομαι (Α) [αλίσκομαι] 1. πιάνομαι κι εγώ με τη σειρά μου, παθαίνω ό,τι έκανα σε άλλον 2. διατυπώνεται εναντίον μου κατηγορία από κάποιον που έχω μηνύσει …   Dictionary of Greek

  • ανθυποβάλλω — (Α ἀνθυποβάλλω) 1. υποβάλλω ένσταση, μηνύω, αντικρούω αυτόν που με έχει μηνύσει 2. υποκαθιστω με απάτη …   Dictionary of Greek

  • κατάφοβος — η, ο (AM κατάφοβος, ον) περιδεής, περίφοβος, γεμάτος φόβο, («ἦσαν κατάφοβοι τοὺς ἐλέφαντας», Πολ.) αρχ. αυτός που επιφέρει φόβο, που τρομάζει κάποιον («ἐπὶ τῇ καταφόβῳ γενομένῃ μηνύσει», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φοβος (< φόβος), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • προσεπικαλώ — έω, ΝΑ 1. εγκαλώ κατηγορώ κάποιον για κάτι ακόμη, εκτός από εκείνα για τα οποία ήδη τόν έχω μηνύσει («πολλὴν μέθην προσεπικαλέσονται», Νικηφ.) 2. μέσ. προσεπικαλοῡμαι, έομαι (κυρίως σχετικά με αντιδίκους σε δικαστήριο) επικαλούμαι επί πλέον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”